Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

[ch.3] Όταν μεγαλώσω, θα γίνω ό,τι γουστάρω.

Όταν μεγαλώσω, θα γίνω ό,τι γουστάρω.

Η εικόνα είναι ασπρόμαυρη. Εκείνος είναι μικρούλης και πασαλειμμένος με κάτι σαν σοκολάτα. Φοράει μια ριγέ ναυτική μπλούζα και σκουρόχρωμη βερμούδα. Γελάει σατανικά και γεμίζει παιδική ικανοποίηση καθώς ξεμαλλιάζει με μανία την πορσελάνινη κούκλα της αδερφής του. Κάθεται κατάχαμα στο παιδικό δωμάτιο και τα πόδια του είναι γυμνά και βρώμικα σαν να έχει περπατήσει στο λασπωμένο δρόμο ξυπόλητος. Το κεφάλι του γυρνάει απότομα και κοιτάει για μια στιγμή σαστισμένος, σαν να του τράβηξα το χαλί κάτω από τα πόδια . Όχι, δεν είσαι ξυπόλητος γιατί είσαι φτωχός. Είναι γιατί έχεις κρύψει για ακόμη μια φορά τα παπούτσια σου με την ελπίδα να σε αφήσει η μαμά να φορέσεις τις ροζ μπαλαρίνες της αδερφής σου. Δεν θα τα καταφέρεις όμως ούτε αυτή τη φορά.

Σε αυτήν την παράγραφο το κασετόφωνο παίζει Nirvana και τα πόστερ στον τοίχο είναι κολλημένα με μία νέα μπλε αηδία σαν μασημένη τσίχλα, για τη διαφήμιση της οποίας επιστρατεύτηκε το μήνυμα: «Κόλλα το! Εμείς θα φέρουμε την επανάσταση!». Ο σχεδόν έφηβος πια γείτονας χοροπηδάει σαν μανιακός στο δωμάτιο φωνάζοντας: «Γιατί; Γιατί αυτές τις έκανες κορίτσια κι εμένα με έκανες έτσι; Γιατί; Θα σας δείξω εγώ!». Οι δύο αδερφές του –η μία μεγαλύτερη και η άλλη μικρότερη από τον ίδιο- στέκονται στην πόρτα του δωματίου και τον κοιτούν έχοντας ξεχάσει να κλείσουν τα στόματά τους. Η παράγραφος τελειώνει με τη μάνα του να προσπαθεί μάταια να τον καλοπιάσει και να τον πείσει πώς δεν είναι σωστό να φτιάξει ρούχο από το δέρμα των κοριτσιών της τάξης του,  όπως είδε κρυφά στη «Σιωπή των Αμνών».  

Στο σημείο που έχουμε βρεθεί τώρα, έχουν έρθει πάνω κάτω γιατί κανείς δεν μπορεί να αποφασίσει αν το πιο σημαντικό γεγονός είναι η εκλογή του Μπιλ Κλίντον στην προεδρία της Αμερικής ή το ότι η Τζέρι Χάλι-Γουέλ των Σπάις Γκιρλς έπιασε ευθαρσώς τον κώλο του Πρίγκιπα Καρόλου της Αγγλίας. Βέβαια, η οικογένεια του γείτονα ένα θα θυμάται σαν πιο σημαντικό γεγονός από όλα. Το ότι μια Δευτέρα μεσημέρι, ο γείτονας μας επέστρεψε νωρίτερα από το σχολείο, φόρεσε το αγαπημένο του τζιν και ένα ροζ, κολλητό μπλουζάκι που δανείστηκε από την μικρή αδερφή του, γέμισε το σαλόνι με γκλίτερ και περίμενε τον πατέρα του να γυρίσει από το χασάπικο. Ο μεσήλικας, κουρασμένος άντρας γύρισε το κλειδί στην πόρτα και άφησε την κοιλιά του να μπει πρώτη μέσα, κάτι που έκανε τα δέκα τελευταία χρόνια –περίπου από τότε που κατάλαβε ότι το μόνο πράγμα που του είχε απομείνει να περιμένει τα μεσημέρια ήταν ένα καλό πιάτο φαί. Όλα τα μεσημέρια, εκτός από αυτό. Ο μεσήλικας, κουρασμένος άντρας στάθηκε στην είσοδο του σαλονιού, κοίταξε τον γιο του και αυτή τη φορά δεν αντέδρασε. Απλώς περίμενε να δει τι θα ακολουθήσει αφήνοντας τα χέρια του να ξεκουράζονται σταυρωμένα πάνω από το ύψος της κοιλιάς του. Ο γιος του δεν περίμενε αυτή την αντίδραση, γεγονός που τον οδήγησε να καθυστερήσει λίγο την έναρξη της παράστασης. Μετά από μια μακρόσυρτη, δραματική παύση ξεκίνησε:
- Ε, ναι λοιπόν! Είμαι γκέι! Είμαι αυτό που ακούς στην τηλεόραση και λες «εμένα ο γιος μου δεν είναι τοιούτος! Κι αν ήταν θα τον έσφαζα με τον μπαλτά!».  Κι αφού καθώς τα έλεγε αυτά, άπλωσε τα χέρια του μπροστά, τα τίναξε και έκανε τους πιο περίεργους μορφασμούς του κόσμου άρχισε τώρα να λικνίζει τους γοφούς του και συνέχισε:
- Για φέρε το μπαλτά σου να δούμε! Γιατί να ξέρεις γέρο, εγώ χασάπης δεν γίνομαι! Και μάλιστα, είμαι χορτοφάγος!
Ο πατέρας του έμεινε να τον κοιτάζει εκεί αφήνοντας το στόμα του να κρεμάσει. Εντάξει το γκέι. Αλλά το χορτοφάγος;

Την επόμενη ακριβώς χρονιά, ήρθε η ενηλικίωση. Η ενηλικίωση τον βρήκε να δακρύζει στην αίθουσα ενός σκοτεινού σινεμά καθώς παρακολουθούσε τον Τζακ να χάνεται μέσα από τα χέρια της Ρόουζ στα παγωμένα νερά του Ατλαντικού. Ονειρεύτηκε να παραλαμβάνει εκείνος ένα όσκαρ για την συγκλονιστική ερμηνεία του στον Τιτανικό και πήρε ίσως τη σημαντικότερη απόφαση της ζωής του. Θα δοκίμαζε την τύχη του στο σανίδι. Δύο εβδομάδες μετά, έφτασε μπροστά στο χασάπικο του πατέρα του. Κοίταξε την παλιά επιγραφή πάνω από τη τζαμαρία, πέρασε με αποφασιστικότητα το κατώφλι και στάθηκε μπροστά του. Ο πατέρας του άφησε τον μπαλτά να πέσει από το δεξί του χέρι, κοίταξε μια το κοτόπουλο πάνω στον ξύλινο πάγκο και μια το γιο του που στεκόταν μπροστά του και περίμενε την καταστροφή. Εκείνη τη στιγμή, ο γιος του τον κοίταξε με συγκατάβαση και δήλωσε: Οκ. Θα γίνω χασάπης.

Κατ.
Βάσει έγκυρων ψυχολογικών πηγών, όταν είσαι το παιδί σάντουιτς (aka το μεσαίο παιδί της οικογένειας), απολαμβάνεις αυτόματα το δικαίωμα να καταλήξεις μεγαλώνοντας ο υστερικός, καταναγκαστικός, γκρινιάρης και με έλλειψη αυτοπεποίθησης τύπος της διπλανής πόρτας. Αυτό, μεταξύ μας, το κατάφερες μια χαρά.

Εντάξει λοιπόν, τόση ώρα έχουμε αφήσει να περιμένει στον αέρα έναν υστερικό, καταναγκαστικό, γκρινιάρη, γκέι χασάπη που η αναμονή και το σύνδρομο του μεσαίου παιδιού μπορούν να τον κάνουν περισσότερο υστερικό, περισσότερο καταναγκαστικό και περισσότερο γκρινιάρη, γκέι χασάπη. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να κατέβει και μάλιστα γρήγορα!  

Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

[ch.2] O γείτονας.

O γείτονας.

Ο γείτονας είναι οπωσδήποτε γκέι (να θυμηθώ να ξεπατικώσω καινούριες γκέι φράσεις από το ιντερνέτ, γιατί ο τελευταίος γκέι φίλος μου εξαφανίστηκε πριν χρόνια). Φοράει ένα  παντελόνι πιτζάμας γεμάτο ανοιχτόχρωμες ρίγες σε αποχρώσεις του γκρι και του γαλάζιου. Ανάμεσα στις αναρίθμητες αυτές ρίγες καταφέρνει να ξεχωρίσει η πιο λεπτή ρίγα από όλες, μόνο και μόνο γιατί έχει πιο έντονο χρώμα. Είναι αυτό το μπλε που κοντεύει να γίνει πράσινο. Είναι το χρώμα του ωκεανού όταν τον κοιτάει κανείς το μεσημέρι από την Ιαπωνία. Το φανελάκι του δεν μπορώ να το δω ακόμη καθαρά γιατί στα χέρια του κρατάει ένα σκυλάκι. Είναι ένα λευκό, μαλλιαρό πατσαβουράκι, που μοιάζει απίστευτα χαζό και δύστροπο. Είναι σίγουρα το σκυλί που άφησε πίσω του αυτός ο τύπος που λιποθύμησε. Ο γείτονας το έχει πάρει αγκαλιά κρατώντας με την αριστερή παλάμη του τον ποπό του και με το δεξί του καρπό το στέρνο του. Ο τρόπος που στέκεται, ο τρόπος που κοιτάζει αλλά κυρίως ο τρόπος που σφίγγει τα χείλη του, δείχνει ότι δεν έχει αποφασίσει ακόμη αν του φταίει περισσότερο το ότι του έμεινε ο σκύλος αμανάτι ή το ότι τον έχω αφήσει όρθιο σε έναν παγωμένο διάδρομο από προχτές, μέχρι να δω τι θα τον κάνω. Και δεν είναι σίγουρος για τον έξης απλό λόγο: αρέσκεται να γκρινιάζει για όλα ούτως ή άλλως. Προσωπικά δεν τον συμπαθώ. Μπορώ να πω μάλιστα ότι έχει αρχίσει να μου τη δίνει στα νεύρα. Είναι όμως εκεί και με κοιτάζει. Ο διάδρομος γύρω του δεν είναι καθόλου φωτεινός παρόλο που ο ήλιος δεν έχει δύσει ακόμη. Φταίει μάλλον το ότι τα τετράγωνα τζάμια στο βάθος του έχουν μαζέψει τόση σκόνη πάνω τους, που δικαιολογείται μόνο αν η τελευταία φορά που καθαρίστηκαν ήταν λίγο πριν παραδώσει ο εργολάβος την πολυκατοικία στους ιδιοκτήτες της. Γλάστρες δεν βλέπω, παρόλη την έκταση που έχει πάρει το οικολογικό κίνημα στις μέρες μας.  

Ξαφνικά, ο σκύλος πηδάει από τα χέρια του γείτονα, τρέχει πλησιάζοντας ολοένα και περισσότερο και γαυγίζει μανιωδώς, σαν να μην έτυχε ποτέ να του πουν ότι είναι πολύ μικρός για να τρομάξει κάποιον. Είναι όμως ενοχλητικός! Συνεχίζει να γαυγίζει λυσσασμένα κουνώντας απειλητικά το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά! Ο γείτονας, με μία μικρή καθυστέρηση, απλώνει τα χέρια του με χάρη, χαμογελά αμήχανα και προσποιείται ότι φωνάζει το σκύλο.
- Φιστίκι! Έλα εδώ Φιστίκι! Σταμάτα να γαυγίζεις! Κακό σκυλί! Φιστίκι είπα!

Όχι! Όχι! Αποκλείεται να λένε το σκύλο έτσι! Εκτός κι αν: άλφα, ο τύπος που είναι σε κώμα έχει μια δική του ιδέα για το χιούμορ. Βήτα, επισκέφτηκε αυτή τη σελίδα στο ιντερνετ που ξεκινάει κάπως έτσι: «Συγχαρητήρια! Αφού κοιτάξατε δεξιά κι αριστερά, επισκεφτήκατε κάθε κοντινό ή μακρινό καταφύγιο, στρατολογήσατε φίλους, γνωστούς ή ακόμη και το αφεντικό σας για να σας βρουν τον κατάλληλο, καταλήξατε αγκαλιά με αυτό το τετράποδο! Κάντε τώρα το επόμενο βήμα! Διαλέξτε του όνομα από το ευρετήριο μοναδικών, δροσερών και αστείων ονομάτων για σκυλιά!».   

Παρόλη την αξιόλογη αλλά αστεία προσπάθεια του γείτονα, ο σκύλος δεν σταματά να γαυγίζει αναγκάζοντας τον να κινηθεί πιο δραστικά. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου ή όλο χάρη στάση του έχει δώσει τη θέση της σε μία πιο δυναμική και ταυτόχρονα δραματική κίνηση. Αφού έχει προλάβει να κάνει μερικά μικρά και σχεδόν πηδηχτά βήματα μπροστά, σειρά έχει ένα μεγαλύτερο πήδημα που θα τον αναγκάσει να ρίξει όλο το βάρος του μπροστά κατά την προσγείωση. Τα χέρια του τώρα είναι απλωμένα μπροστά, με τους μύες του διαγράφονται καθαρά, προδίδοντας την ένταση της στιγμής ενώ το πρόσωπό του έχει σχεδόν κοκκινίσει αφήνοντας να βγει μια κραυγή αγωνίας από το διάπλατα ανοιχτό στόμα του, και αυτή ακριβώς η στιγμή νομίζω ότι είναι η πιο κατάλληλη για να περάσουμε δραματικά σε ένα φλας μπακ της ζωής του. 

[ch.1] Να σηκωθεί κανείς ή να μη σηκωθεί;

Να σηκωθεί κανείς ή να μη σηκωθεί;

Να σηκωθεί κανείς ή να μη σηκωθεί; Αυτό ακριβώς και μόνο ήταν το ερώτημα που απασχολούσε εκείνη τη σκοτεινή περίοδο τους νέους, δημιουργώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Ως απαρχή των αλυσιδωτών αντιδράσεων έχουν καταγραφεί οι εξής πιο σημαντικές: κάποιοι νέοι, επιλέγοντας να μη σηκωθούν, αργούσαν καταφανώς να φτάσουν το πρωί στη δουλειά τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της ετήσιας παραγωγικότητας του πλανήτη. Αντίθετα, κάποιοι άλλοι, κυρίως δημόσιοι υπάλληλοι που συνήθιζαν να μην κάνουν τον κόπο να εμφανιστούν καθόλου, αποφάσιζαν να σηκωθούν, φτάνοντας μάλιστα  πρώτοι από όλους στα γραφεία τους. Αυτό βέβαια, είχε ένα ακόμη χειρότερο αποτέλεσμα. Να καταναλώνεται περισσότερη ενέργεια άσκοπα, από όση υπήρχε στο γαλαξία σε περίσσευμα.

Η πτώση της παραγωγικότητας σε συνδυασμό με την αύξηση της άσκοπης κατανάλωσης περισσευούμενης ενέργειας, ήταν ο λόγος που αποφασίστηκε, λίγο αργά όμως, να απαγορευτεί το συγκεκριμένο ερώτημα στους νέους και να παρθούν κατάλληλα μέτρα για την άμεση διακοπή των αλυσιδωτών αντιδράσεων.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι ως κατάλληλο μέτρο εγκρίθηκε παμψηφεί  ένας νόμος που όριζε ρητά ότι όλοι οι εργαζόμενοι, τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα, θα έπρεπε να προσέρχονται στο χώρο της εργασίας τους ακριβώς την ώρα που όριζε το συμβόλαιό τους. Ούτε ένα λεπτό αργότερα. Ούτε ένα λεπτό νωρίτερα.

Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι, για να γίνει ο παραπάνω νόμος πιο «κατανοητός» σε όλους, πάρθηκαν με τη σειρά τους άλλα μέτρα όπως: στους μεν ιδιωτικούς υπαλλήλους αφαιρούσαν μέρος του μισθού τους, κάθε φορά που αργούσαν έστω και ένα λεπτό, ενώ στην περίπτωση των δημοσίων υπαλλήλων θεωρήθηκε πιο πρέπον να θεσπιστεί το «Έξτρα Επίδομα του Επιδόματος Έγκαιρης Προσέλευσης στην Εργασία».

Τέλος, επειδή, παρόλη την προσπάθεια, τελικά βρέθηκαν κάποιοι που βρήκαν τα μέτρα αυτά ασαφή, αποφάσισαν να τα εφαρμόζουν κατά βούληση και άρα να αφαιρούν ολοένα και μεγαλύτερα ποσά από τους μισθούς των ιδιωτικών υπαλλήλων και να προσθέτουν ολοένα και πιο ακαθορίστου όγκου επιδόματα στους δημόσιους υπαλλήλους. Ο τρόπος που γινόταν αυτό ήταν με τα  γνωστά ερωτήματα – παραθυράκια όπως «βάσει ποιου συγκεκριμένου ρολογιού ελέγχουμε την ώρα προσέλευσης των εργαζομένων», ή «ποιος χώρος ακριβώς ορίζεται ως χώρος εργασίας, αν τους τίτλους ιδιοκτησίας του κτιρίου έχει και αρνείται να παραδώσει η εκκλησία» κ.λπ.  Ένα εντελώς ασήμαντο αποτέλεσμα, που αξίζει αναφερθεί καθαρά για εγκυκλοπαιδικούς λόγους, ήταν να οδηγηθούμε σε ένα φαινόμενο που δεν ονομάστηκε ποτέ, αλλά απλώς περιγράφτηκε ως «κάτι περίπου σαν κρίση», «κάτι σαν λίγο πριν την ολοκληρωτική πτώχευση», «κάτι που ίσως φέρει κάτι χειρότερο».

Όλα αυτά βέβαια, αν και πολύ τους ενδιέφεραν όλους, δεν ενδιέφεραν καθόλου έναν. Εκείνον ακριβώς τον τύπο, που είχε προλάβει να απαντήσει στο ερώτημα «να σηκωθεί κανείς, ή να μη σηκωθεί;» πριν συμβούν όλα αυτά, πέφτοντας σε κώμα! Μια απάντηση που μεταξύ μας, είχε καταφέρει να επηρεάσει  μονάχα τρεις ανθρώπους: τη μάνα του, την πρώην του και το γείτονα.